- υπερχειλώ
- -έω, Μ [ὑπερχειλής]υπερχειλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερχείλημα — το, Ν [υπερχειλώ] το υπερχείλισμα … Dictionary of Greek
υπερχειλίζω — Ν 1. (για υγρά) ξεχειλίζω, χύνομαι έξω 2. μτφ. είμαι υπερπλήρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερχειλώ, κατά τα ρ. σε ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek